συσφαιρώ

συσφαιρώ
-όω, Μ
κάνω κάτι σφαιρικό, στρογγυλεύω κάτι εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + σφαιρῶ «δίνω σε κάτι το σχήμα τής σφαίρας» (< σφαῖρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”